θυτῶν

θυτῶν
θύτης
sacrificer
masc gen pl
θυτήρ
sacrificer
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρχιθύτης — ἀρχιθύτης, ο (AM) ο προϊστάμενος των θυτών, ανώτατος ιερωμένος …   Dictionary of Greek

  • πρωτοθύτης — ὁ, Μ 1. ο πρώτος θύτης, ο αρχηγός τών θυτών 2. μτφ. αρχιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θύτης (< θύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”